- επικατατέμνω
- ἐπικατατέμνω (Α)κατατέμνω, σκάβω στο ορυχείο πέρα από τα όρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατατέμνω «κομματιάζω, σκάβω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικατατέμνῃ — ἐπικατατέμνω carry the workings pres subj mp 2nd sg ἐπικατατέμνω carry the workings pres ind mp 2nd sg ἐπικατατέμνω carry the workings pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατατέμνειν — ἐπικατατέμνω carry the workings pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)